- κοτρώνα
- η большой камень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοτρώνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 22 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της τεχνητής λίμνης του Πηνειού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας. * * * η μεγάλος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτρώνι + μεγεθ.… … Dictionary of Greek
Ανατολικής Μάνης, δήμος — Νέος δήμος (2.111 κάτ.) του νομού Λακωνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Δρυμού, Έξω Νυμφίου, Κοκκάλας, Κότρωνα, Λαγίας και Πυρρίχου, που καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κότρωνα … Dictionary of Greek
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
Ριγανόχωρα — Πολύ μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κότρωνα … Dictionary of Greek
Σκαλτσοτιάνικα — Ημιορεινός οικισμός (74 κάτ., υψόμ. 180 μ.), στην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κότρωνα … Dictionary of Greek
Φλομοχώρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κότρωνα … Dictionary of Greek
Χαλίκια Bάττα — Ημιορεινός οικισμός, στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται στον δήμο Κότρωνα … Dictionary of Greek